Πτολεμαικῆς

Πτολεμαικῆς
Πτολεμαϊκῆς , Πτολεμαικός
of Ptolemy
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αρχιφυλακίτης — ἀρχιφυλακίτης, ο (Α) ο αρχηγός των φυλακιτών (στρατιωτικών σωμάτων της πτολεμαϊκής Αιγύπτου) …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • συριακός — ή, ό / συριακός, ή, όν, ΝΜΑ [Συρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Συρία ή στους Σύρους (α. «συριακή γλώσσα» παλαιά σημιτική γλώσσα ομιλούμενη στη Βόρεια Μεσοποταμία β. «συριακοί κώδικες» κώδικες ιδιωτικής συλλογής τού ρωμαϊκού και… …   Dictionary of Greek

  • υπαρχιφυλακίτης — ὁ, Α υπαρχηγός αστυνομικού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀρχιφυλακίτης «ο αρχηγός τών φυλακιτών, δηλ. τών στρατιωτικών σωμάτων τής πτολεμαϊκής Αιγύπτου»] …   Dictionary of Greek

  • Έσνα — (IsnaEsna). Πόλη (67.200 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου στην Άνω Αίγυπτο, στη δυτική όχθη του Νείλου. Στην περιοχή της βρισκόταν η αρχαία Λατόπολη, που ονομάστηκε έτσι από τους αρχαίους Έλληνες, γιατί οι κάτοικοί της λάτρευαν ένα ψάρι, γνωστό με την… …   Dictionary of Greek

  • Κούριον — Αρχαία πόλη της Κύπρου, 16 χλμ. Δ της Λεμεσού, σήμερα γνωστή με την ίδια ονομασία και μερικώς αναστηλωμένη. Χτισμένη στους προϊστορικούς χρόνους (ίσως τον 14o αι. π.Χ.) από Αχαιούς, κοντά στη θάλασσα και επάνω σε βραχώδες ύψωμα, απρόσβλητο από… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”